- ζέμα
- ζέμαfermentationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζέμα — ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) [ζέω] αφέψημα, ρόφημα μσν. ζεστό, καυτό νερό αρχ. 1. ζύμωση 2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία 3. βράσιμο … Dictionary of Greek
ζεμάτων — ζέμα fermentation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέματα — ζέμα fermentation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέματι — ζέμα fermentation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζέματος — ζέμα fermentation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRODIUM — apud veteres Latinos τὸ ζέμα dictum est, quam vocem hodi Itali retinent, et Galli quoque habent modice derortam. Uti autem ζωμος assaturarum ius est, sic ζέμα de elixis maxime usurpatur, et simplicem liquorem denotat, in quo carnes decoctae sunt … Hofmann J. Lexicon universale
ZEMA — vel Zemum aut Zumum, ex Graeco ζέμα, quod a ζέω, jus vel decoctio: unde ὄρνιθεςὑπὸ ζέματος, quae sunt elixae et iurede. coctae. Et quidem ζέμα simplex est liquor, in quo decoctae sunt carnes, brodium veterib. Latinis: sicut ζωμὸς, condimentum et… … Hofmann J. Lexicon universale
λοχόζεμα — λοχόζεμα, τὸ (Μ) (στο Βυζάντιο) το ζεστό ποτό που προσέφεραν σε πολλούς όταν η βασίλισσα γεννούσε πορφυρογέννητο, βασιλόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + ζέμα «αφέψημα, ζεστό νερό» (< ζέω «βράζω»), πρβλ. έκ ζεμα] … Dictionary of Greek
επίζεμα — ἐπίζεμα, τὸ (Α) υγρό που βράζει ή έχει βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέμα (< ζέω «βράζω»)] … Dictionary of Greek
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek